- ὀτρηρός
- ὀτρηρόςquickmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οτρηρός — ὀτρηρός ά, όν (Α) 1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). επίρρ... ὀτρηρῶς (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω] … Dictionary of Greek
ὀτρηρόν — ὀτρηρός quick masc acc sg ὀτρηρός quick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηροῖσι — ὀτρηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηροί — ὀτρηρός quick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρούς — ὀτρηρός quick masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρῆς — ὀτρηρός quick fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρῇ — ὀτρηρός quick fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρῇσιν — ὀτρηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρή — ὀτρηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρηρήν — ὀτρηρός quick fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)